- φύτεμα
- το-ατος,η φύτεψη (βλ. λ.): Με δίχως φύτεμα και πότισμα κανένα (Κ. Παλαμάς).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
φύτεμα — το, Ν βλ. φύτευμα … Dictionary of Greek
μόσχευμα — Κάθε τμήμα βλαστού, ρίζας, φύλλων ή ακόμα και πέταλα, που, όταν κοπούν από το μητρικό φυτό και βρεθούν κάτω από ειδικές συνθήκες, έχουν την ικανότητα να αναπαράγουν το φυτό από το οποίο προέρχονται. Η μέθοδος του πολλαπλασιασμού με μ.… … Dictionary of Greek
Evdilos — Stadtgemeinde Evdilos (1997–2010) Δήμος Ευδήλου … Deutsch Wikipedia
Verwaltungsgliederung von Ikaria — Die Gemeinde Ikaria (griechisch Δήμος Ικαρίας) wurde auf Grund des Kallikratis Programms aus den drei Vorgängergemeinden Agios Kirykos, Evdilos und Christos Raches der griechischen Insel Ikaria zum 1. Januar 2011 gebildet. Sie umfasst die… … Deutsch Wikipedia
άνδηρο — Έτσι ονομάζεται το τραπέζι στα τεκτονικά συμπόσια. Έχει σχήμα Π, με την κορυφή προς την ανατολή και τα δύο σκέλη προς τη δύση. Στο ά. τοποθετούνται, κατά τα συμπόσια, με τρόπο τελετουργικό(σε τέσσερις παράλληλες σειρές) τα επιτραπέζια σκεύη. * *… … Dictionary of Greek
αμπελοτρύπανο — το τρυπάνι με το οποίο ανοίγουν τρύπες για το φύτεμα κλημάτων αμπέλου. [ΕΤΥΜΟΛ. < αμπέλι + τρυπάνι] … Dictionary of Greek
αποσπάς — ἀποσπάς ( άδος), η (Μ) 1. αποκομμένη, αποχωρισμένη 2. ως ουσ. παραφυάδα αποκομμένη για φύτεμα, καταβολάδα 3. κομμένο σταφύλι, τσαμπί 4. παραπόταμος … Dictionary of Greek
αποφυτεύω — (Α ἀποφυτεύω) νεοελλ. τελειώνω το φύτεμα αρχ. φυτεύω παραφυάδες … Dictionary of Greek
γλάστρα — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 800 μ., 6 κάτ.) του νομού Αχαΐας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Λευκασίου. * * * η πήλινο συνήθως δοχείο για το φύτεμα καλλωπιστικών φυτών (φρ., «για χάρη τού βασιλικού ποτίζεται κι η γλάστρα»). [ΕΤΥΜΟΛ. Το αρχ. γάστρα*… … Dictionary of Greek
δέντρωμα — το 1. το φύτεμα δένδρων 2. η ανάπτυξη φυτού σε δένδρα … Dictionary of Greek